- λανθανίτης
- Ορυκτό ένυδρο ανθρακικό άλας του λανθανίου, με χημικό τύπο La2(CO3)2.8H2O. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα, παρουσιάζει σκληρότητα 2, έχει ειδικό βάρος 2,67, λευκοκίτρινο, λευκόφαιο ή κόκκινο χρώμα, λάμψη μαργαριταριού και βρίσκεται κυρίως στη Γεωργία με τη μορφή κοκκωδών ή φυλλοειδών συσσωματωμάτων.
* * *ο(ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού λανθανίου και τού δημητρίου.
Dictionary of Greek. 2013.